- καινοπραγώ
- καινοπραγῶ, -έω (Μ)κάνω κάτι νέο και ασυνήθιστο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραγῶ (< -πραγής < θ. πραγ- τού πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ-πραγ-α), πρβλ. αδικο-πραγώ, κακο-πραγώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καινοπραγῶ — καινοπραγέω coin new forms pres subj act 1st sg (attic epic doric) καινοπραγέω coin new forms pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοπράγημα — καινοπράγημα, τὸ (Μ) [καινοπραγώ] νεωτερισμός, αλλαγή, μεταβολή … Dictionary of Greek
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek